- κοιτάριος
- κοιτάριος -ία, -ον (AM)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριονμικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριοαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες»)2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.